- νεωτερίζων
- νεωτερίζωmakeinnovationspres part act masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
неоумьно — (1*) нар. Неразумно, неправильно: Коньстѧнтинѹ же великомѹ ѹлюбившемѹ възѧти и пребывати въ Оузантии, намолъвленъ бы(с) ѿ Ѥлиньскыхъ философъ, ˫ако... неѹмьно створи, вѣрѹ преложiвъ (νεωτερίζων!) ΓΑ XIII–XIV, 220в … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Μπραμς, Γιοχάνες — (Jochannes Brahms, Αμβούργο 1833 – Βιέννη 1897). Γερμανός συνθέτης. Αποκάλυψε νωρίς μια εξαιρετική μουσική φύση και κάτω από τις οδηγίες του πατέρα του άρχισε να μελετά βιολί, πιάνο και σύνθεση. Από δέκα ετών άρχισε τις πρώτες δημόσιες εμφανίσεις … Dictionary of Greek